πανυπείροχος
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ον, A pre-eminent, supreme, θεοί IG3.171a, cf. Opp.C.1.311, AP9.656,741, IGRom.4.415 (Pergam., iii A. D.), MAMA1.306 (Phrygia), Dioscorusin PLit.Lond.98 ii 8: neut. pl. as Advb., Opp.C.2.63, al.
German (Pape)
[Seite 465] über Alles hervorragend; Opp. Cyn. 2, 63. 3, 170; τέχνᾳ, Ep. ad. 229 a (IX, 741), vgl. ib. IX, 656.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνῠπείροχος: -ον, ὑπὲρ πάντας ὑπέροχος, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 63, Ἀνθ. Π. 9. 656, 741, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἀθηνῶν CIA. III. 171a ἐν προσθήκαις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui l’emporte sur tout, éminemment supérieur.
Étymologie: πᾶν, ὑπείροχος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που υπερέχει όλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὑπείροχος, ιων. τ. του ὑπέροχος.
Greek Monotonic
πᾰνῠπείροχος: -ον, αυτός που είναι ο διαπρεπέστερος όλων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνῠπείροχος: превосходящий или превзошедший всех (π. ἄστεσι γαίης, π. τέχνᾳ Anth.).