παραιφάμενος

From LSJ
Revision as of 15:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραιφάμενος Medium diacritics: παραιφάμενος Low diacritics: παραιφάμενος Capitals: ΠΑΡΑΙΦΑΜΕΝΟΣ
Transliteration A: paraiphámenos Transliteration B: paraiphamenos Transliteration C: paraifamenos Beta Code: paraifa/menos

English (LSJ)

η, ον, Ep. part. Med. of παράφημι,    A talking over, persuading, Il.24.771, h.Cer.336, Hes.Th.90.

German (Pape)

[Seite 480] part. praes. med. von παράφημι, zuredend, ermunternd, Il. 24, 771, h. Cer. 337, Hes. Th. 90.

Greek (Liddell-Scott)

παραιφάμενος: -η, -ον, ἐπὶ μετοχῆς μέσ. τοῦ παράφημι, παραινῶ, πείθω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 337, Ἡσ. Θ. 90 ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες, «ἀλλὰ σὺ τοῦτον λόγοις παραινέσας παρεκώλυες» (Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 771.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui réprimande, qui blâme.
Étymologie: part. prés. Moy. poét. de παράφημι.

English (Autenrieth)

see παράφημι.

Greek Monolingual

-ένη, -ον, Α
βλ. παράφημι.

Greek Monotonic

παραιφάμενος: -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του παράφημι,
I. παρακινητικός, ενθαρρυντικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
II. επιτιμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραιφάμενος: (φᾰ) [part. praes. med. к παράφημι (тж. ἐπέεσσι π. Hom.) уговаривающий, увещевающий, убеждающий Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραιφάμενος ep. ptc. aor. med. van παράφημι.

Middle Liddell

παραι-φάμενος, η, ον [epic part. mid. of παράφημι
I. exhorting, encouraging, Hhymn., Hes.
II. rebuking, Il.