παραιφάμενος
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
η, ον, Ep. part. Med. of παράφημι, A talking over, persuading, Il.24.771, h.Cer.336, Hes.Th.90.
German (Pape)
[Seite 480] part. praes. med. von παράφημι, zuredend, ermunternd, Il. 24, 771, h. Cer. 337, Hes. Th. 90.
Greek (Liddell-Scott)
παραιφάμενος: -η, -ον, ἐπὶ μετοχῆς μέσ. τοῦ παράφημι, παραινῶ, πείθω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 337, Ἡσ. Θ. 90 ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες, «ἀλλὰ σὺ τοῦτον λόγοις παραινέσας παρεκώλυες» (Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 771.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui réprimande, qui blâme.
Étymologie: part. prés. Moy. poét. de παράφημι.
English (Autenrieth)
see παράφημι.
Greek Monolingual
-ένη, -ον, Α
βλ. παράφημι.
Greek Monotonic
παραιφάμενος: -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του παράφημι,
I. παρακινητικός, ενθαρρυντικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
II. επιτιμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παραιφάμενος: (φᾰ) [part. praes. med. к παράφημι (тж. ἐπέεσσι π. Hom.) уговаривающий, увещевающий, убеждающий Hes.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραιφάμενος ep. ptc. aor. med. van παράφημι.
Middle Liddell
παραι-φάμενος, η, ον [epic part. mid. of παράφημι
I. exhorting, encouraging, Hhymn., Hes.
II. rebuking, Il.