παραμυθητής

From LSJ
Revision as of 15:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμῡθητής Medium diacritics: παραμυθητής Low diacritics: παραμυθητής Capitals: ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΗΣ
Transliteration A: paramythētḗs Transliteration B: paramythētēs Transliteration C: paramythitis Beta Code: paramuqhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A consoler, Hsch. s.v. παρακλήτορες.

German (Pape)

[Seite 490] ὁ, der Ermunternde, Tröstende, Hesych. erkl. παρακλήτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

παραμῡθητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρηγορῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παρακλήτορες.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΑ παραμυθούμαι / παραμυθώ]]
αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής.