πελεκανός
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Full diacritics: πελεκανός | Medium diacritics: πελεκανός | Low diacritics: πελεκανός | Capitals: ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ |
Transliteration A: pelekanós | Transliteration B: pelekanos | Transliteration C: pelekanos | Beta Code: pelekano/s |
A fulica, Gloss.
ὁ, Α
το πτηνό αίθυια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν, -ᾶνος, κατά τα αρσ. σε -ός].