περιδινής

From LSJ
Revision as of 16:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδῑνής Medium diacritics: περιδινής Low diacritics: περιδινής Capitals: ΠΕΡΙΔΙΝΗΣ
Transliteration A: peridinḗs Transliteration B: peridinēs Transliteration C: peridinis Beta Code: peridinh/s

English (LSJ)

ές,    A circular, κύρτος AP6.23.

German (Pape)

[Seite 573] ές, im Kreise herumgedreht, κύρτος, Ep. ad. 128 (VI, 23).

Greek (Liddell-Scott)

περιδῑνής: -ές, ὁ περιδινούμενος, κυκλοτερής, περιδινὴς κύρτος Ἀνθ. Π. 6. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tournoyant.
Étymologie: περιδινέω.

Greek Monolingual

-ές, Α
κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ-δινής].

Greek Monotonic

περιδῑνής: -ές, αυτός που περιστρέφεται ολόγυρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

περιδῑνής: вращаемый (κύρτος Anth.).

Middle Liddell

περι-δῑνής, ές [from περιδῑνέω]
whirled round, Anth.