πεφροντισμένως

From LSJ
Revision as of 17:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφροντισμένως Medium diacritics: πεφροντισμένως Low diacritics: πεφροντισμένως Capitals: ΠΕΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pephrontisménōs Transliteration B: pephrontismenōs Transliteration C: pefrontismenos Beta Code: pefrontisme/nws

English (LSJ)

Adv., (φροντίζω)    A carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.; π. ἔχειν Ael.NA3.33.

German (Pape)

[Seite 607] (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πεφροντισμένως: Ἐπίρρ. τοῦ φροντίζω, ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec prudence.
Étymologie: πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de φροντίζω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με φροντίδα, με σύνεση
2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος του φροντίζω.

Greek Monotonic

πεφροντισμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φροντίζω, επιμελώς, με προσοχή, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πεφροντισμένως: рассудительно, разумно Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφροντισμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φροντίζω, zorgvuldig.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part. of φροντίζω
carefully, Strab.