ποιώδης

From LSJ
Revision as of 17:49, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιώδης Medium diacritics: ποιώδης Low diacritics: ποιώδης Capitals: ΠΟΙΩΔΗΣ
Transliteration A: poiṓdēs Transliteration B: poiōdēs Transliteration C: poiodis Beta Code: poiw/dhs

English (LSJ)

(A), ες,    A v. ποώδης.
ποι-ώδης (B), ες, (ποιός)    A qualitative, Simp.in Cat.179.4.

German (Pape)

[Seite 653] ες, gras- od. krautartig, voll Gras, Unkraut, grasig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποιώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ποώδης.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες :
herbeux, couvert de pâturages.
Étymologie: ποία, -ωδης.

Greek Monolingual

(I)
-ῶδες, Α
βλ. ποώδης.
(II)
-ῶδες, Α ποιός
αυτός που φανερώνει την ποιότητα.

Greek Monotonic

ποιώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πρασινάδα, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιώδης -ες [πόα] met gras bedekt.

Russian (Dvoretsky)

ποιώδης: богатый пастбищами, злачный (ἡ γῆ π. τε καὶ εὔυδρος Her.).

Middle Liddell

ποι-ώδης, ες εἶδος
like grass, Hdt.