πολυτερπής

From LSJ
Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτερπής Medium diacritics: πολυτερπής Low diacritics: πολυτερπής Capitals: ΠΟΛΥΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: polyterpḗs Transliteration B: polyterpēs Transliteration C: polyterpis Beta Code: poluterph/s

English (LSJ)

ές,    A much-delighting, ὕμνοι AP9.504; Ἔρως Orph.Fr.168.9, 169.    II much-delighted, ἀκουαί Nonn.D.10.236.

German (Pape)

[Seite 674] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτερπής: -ές, ὁ πολὺ τερπνός, λίαν εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très agréable, charmant.
Étymologie: πολύς, τέρπω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῑς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τερπής (< τέρπω)].

Greek Monotonic

πολῠτερπής: -ές (τέρπω), πολύ ευχάριστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυτερπής: восхитительный, очаровательный (ὕμνοι Anth.).

Middle Liddell

πολῠ-τερπής, ές τέρπω
much-delighting, Anth.