πομφολυγώδης

From LSJ
Revision as of 18:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολῠγώδης Medium diacritics: πομφολυγώδης Low diacritics: πομφολυγώδης Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pompholygṓdēs Transliteration B: pompholygōdēs Transliteration C: pomfolygodis Beta Code: pomfolugw/dhs

English (LSJ)

ες,    A like bubbles, Archig. ap. Gal.8.509,931.

German (Pape)

[Seite 679] ες, blasenartig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολυγώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πομφόλυγας, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ πομφόλυξ, -υγος]
όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες;
νεοελλ.
1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα»
ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε αντιδράσεις τών φαρμακευτικών τοξικοδερμιών από λήψη φαρμάκων όπως το ιώδιο, το βρώμιο κ.ά. και οι οποίες είναι στην πλειονότητά τους καλοήθεις
2. μτφ. (για λόγο) κενός από νόημα ή περιεχόμενο, μάταιος
αρχ.
ανυπόστατος, πλασματικός.