προγεύστης

From LSJ
Revision as of 18:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγεύστης Medium diacritics: προγεύστης Low diacritics: προγεύστης Capitals: ΠΡΟΓΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: progeústēs Transliteration B: progeustēs Transliteration C: progeystis Beta Code: progeu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A one who tastes before, Plu.2.990a, Ath.4.171b: fem. προ-γευστρίς, ίδος, ὄσφρησις Ph.1.170, cf. 603.

German (Pape)

[Seite 713] ὁ, der Vorkoster, = προτένθης, Ath. IV, 171 c; βασιλικοί, königlicher Mundschenk, Plut. Gryll. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προγεύστης: -ου, ὁ, ὁ γευόμενος πρότερον τὰ φαγητά, ὁ γευόμενος χάριν δοκιμῆς, Πλούτ. 2. 990Α, Ἀθήν. 171Β, θηλ. -γευστρίς, ίδος, Φίλων 1. 170, 603. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui goûte ou déguste d’abord.
Étymologie: προγεύομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α προγεύομαι
αυτός που δοκιμάζει προηγουμένως κάτι με τη γεύση.

Russian (Dvoretsky)

προγεύστης: ου ὁ дегустатор, виночерпий (на обязанности которого лежало пробовать подаваемое к столу вино) (προγεῦσται βασιλικοί Plut.).