προκαταλάμπω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A illumine in front, Sch.Il.18.486.
German (Pape)
[Seite 728] vorher erleuchten, Schol. Il. 18, 486.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταλάμπω: καταλάμπω, φωτίζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 486.
Greek Monolingual
Α
καταφωτίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταλάμπω «λαμποκοπώ, φωτίζω με λαμπρό φως»].