προϋποσπείρω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A sow beforehand, metaph. in Pass., π. φιλίαι καὶ ἐλπίδες Vett.Val.269.30.
Greek Monolingual
Α ὑποσπείρω
1. σπέρνω προηγουμένως
2. μτφ. διασπείρω προηγουμένως.