πρόσαντα
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Adv. A uphill, Dicaearch.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσαντα: Ἐπίρρ. πρὸς τὰ ἄνω, κατὰ τὴν ἀνωφέρειαν, «τὸν ἀνήφορον», Δικαίαρχ. σ. 11 Huds.· ἴσως πλημμελ. γραφ. καὶ ἀντὶ προσάντης.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τα επάνω, κατά τον ανήφορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄντα «ίσια επάνω» (βλ. λ. άντα)].