σκινθαρίζω

From LSJ
Revision as of 22:28, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινθαρίζω Medium diacritics: σκινθαρίζω Low diacritics: σκινθαρίζω Capitals: ΣΚΙΝΘΑΡΙΖΩ
Transliteration A: skintharízō Transliteration B: skintharizō Transliteration C: skintharizo Beta Code: skinqari/zw

English (LSJ)

σκινθίζομαι,    A v. σκίνδαρος.

German (Pape)

[Seite 899] = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανθαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνθαροι, τὰ προσκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαροςἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.

Greek Monolingual

και σκανθαρίζω Α
(κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκινδαρος