σπαδονίζω
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
(σπάδων) A make flaccid, περὶ τοῖς ὀδοῦσι . . τὰς τῆς πιμελῆς κτηδόνας Sor.1.118. 2 metaph. in trans. sense, σ. τὸν ἦχον curtail, cramp, emasculate their sound, of the short vowels, D.H. Comp.14 (as v.l. for σπανίζει).
German (Pape)
[Seite 915] wie σπάω, reißen, zerren, ἦχον, D. Hal. de C. V. 14, Schaef. zu vgl. p. 162.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰδονίζω: (σπαδών)· ― σπ. τὸν ἦχον, ἔχω ἦχον ἀδύνατον, ἐκνευρισμένον, ἐπὶ τῶν βραχέων φωνηέντων, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.
Greek Monolingual
Α σπαδών, -όνος]
1. καθιστώ κάτι χαλαρό, χαλαρώνω
2. μτφ. (σχετικά με ήχο) περικόπτω, μειώνω, περιορίζω.