στερεοκάρδιος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ον, A hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 936] hartherzig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄ , 4, διάφορ. γραφ.).
Greek Monolingual
και στερροκάρδιος, -ον, Α
σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -κάρδιος (< καρδία)].