στρουθωτός
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ή, όν, A painted or embroidered with birds, Sophr.100.
German (Pape)
[Seite 956] wie von στρουθόω, mit Vögeln bemalt od. gestickt, ἑλίγματα Sophron Ath. II, 48 c.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθωτός: -ή, -όν, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. στρουθόω, ἐζωγραφημένος ἢ κεντημένος μὲ εἰκόνας πτηνῶν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 48C.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(για ζωγραφικό πίνακα, κόσμημα, άγαλμα ή κέντημα) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].