συμπεριπλέκω

From LSJ
Revision as of 23:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπλέκω Medium diacritics: συμπεριπλέκω Low diacritics: συμπεριπλέκω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΛΕΚΩ
Transliteration A: symperiplékō Transliteration B: symperiplekō Transliteration C: symperipleko Beta Code: sumperiple/kw

English (LSJ)

in Pass.,    A embrace, ἐν ἀγάπαις Thd. Pr.7.18.

German (Pape)

[Seite 986] mit umflechten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπλέκω: πλέκω ὁλόγυρα μετά τινος, περικυκλῶ μετά τινος, Ἀκύλας ἐν Παροιμ. Η΄, 8. ― Παθ., συνουσιάζομαι μετά τινος, ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης Ἐπιφάν. τ. σ. 56Ε.

French (Bailly abrégé)

enlacer tout autour.
Étymologie: σύν, περιπλέκω.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπλέκω: обвивать, охватывать, (Plut. - v. l. к συμπλέκω).