συμπαρακελεύομαι

From LSJ
Revision as of 23:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρακελεύομαι Medium diacritics: συμπαρακελεύομαι Low diacritics: συμπαρακελεύομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: symparakeleúomai Transliteration B: symparakeleuomai Transliteration C: symparakeleyomai Beta Code: sumparakeleu/omai

English (LSJ)

Med.,    A help in inciting, Isoc.13.21.

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit ermahnen, Isocr. 13, 21 Bekker, vulg. συμπαρασκευάσασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακελεύομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ παρακινῶ, παρορμῶ, Ἰσοκρ. 295D.

French (Bailly abrégé)

exhorter ensemble.
Étymologie: σύν, παρακελεύω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) προτρέπω ή παρακινώ κάποιον σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακελεύομαι «προστάζω, παραγγέλλω»].

Greek Monotonic

συμπαρακελεύομαι: αποθ., παρακινώ, εξεγείρω, προτρέπω από κοινού, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρακελεύομαι: совместно побуждать, вместе увещевать Isocr.

Middle Liddell


Dep. to join in exciting, Isocr.