συμποσιάζω
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
A drink together, Hld.5.28, Aen.Gaz.Thphr. p.48 B.
German (Pape)
[Seite 989] zusammen trinken, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμποσιάζω: πίνω ὁμοῦ ἐν συμποσίῳ, ὅπως οὖν μὴ αὐτὸς τε ἀνήκοος... συμποσιάζοις Ἡλιόδ. 5. 28.
Greek Monolingual
ΜΑ συμπόσιον
μετέχω σε συμπόσιο.