συνεισπέμπω

From LSJ
Revision as of 07:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπέμπω Medium diacritics: συνεισπέμπω Low diacritics: συνεισπέμπω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: syneispémpō Transliteration B: syneispempō Transliteration C: syneispempo Beta Code: suneispe/mpw

English (LSJ)

   A send into along with, Ael.VH12.43codd.

German (Pape)

[Seite 1011] mit hineinschicken, Ael. H. A. 12, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπέμπω: μέλλ. -ψω, εἰσπέμπω ὁμοῦ μετά τινος, ἔνθα ὁ Κοραῆς διώρθωσε: συνεκπέμπω, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

envoyer qqe part avec.
Étymologie: σύν, εἰσπέμπω.

Greek Monolingual

Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῑς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].

Greek Monolingual

Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῑς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].