συνεξορθιάζω
From LSJ
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
English (LSJ)
A excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.
French (Bailly abrégé)
redresser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορθιάζω.
Greek Monolingual
Α
(πιθ. γρφ. στον Πλούτ.) διεγείρω ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξορθιάζω «φωνάζω δυνατά, έχω κάτι όρθιο» (βλ. λ. εξορθιάζω)].
Russian (Dvoretsky)
συνεξορθιάζω: досл. одновременно поднимать, перен. возбуждать Plut.