συνερανισμός

From LSJ
Revision as of 07:57, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερᾰνισμός Medium diacritics: συνερανισμός Low diacritics: συνερανισμός Capitals: ΣΥΝΕΡΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: syneranismós Transliteration B: syneranismos Transliteration C: syneranismos Beta Code: suneranismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A gathering in, collecting, Plu.2.992a.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνισμός: ὁ собирание, сбор Plut.