συνναίω
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A dwell or live with, γυναιξί A.Th.195; τοῖσιν ἐχθίστοισι σ. ὁμοῦ S.Tr.1237, cf. El.241 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
συνναίω: κατοικῶ ὁμοῦ, συνοικῶ, τοιαῦτα δ’ ἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις Αἰσχύλ. Θήβ. 195· κρεῖσσον θανεῖν ἢ τοῖσιν ἐχθίστοισι συνναίειν ὁμοῦ Σοφ. Τρ. 1237, πρβλ. Ἠλ. 241· ἅλις πόνος τούτοισι συνναίειν ἐμοί, ἐπαρκὴς βάσανος θὰ εἶναι εἰς αὐτοὺς νὰ συνταξιδεύσωσι μετ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 892. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕϳ, σελ. 368.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
habiter avec, vivre avec.
Étymologie: σύν, ναίω.
Greek Monolingual
Α
συγκατοικώ («μητέρι συνναίεσκεν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ναίω (Ι) «κατοικώ»].
Greek Monotonic
συνναίω: κατοικώ, διαμένω, συγκατοικώ μαζί με άλλους, συνοικώ, συζώ, συμβιώνω, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνναίω [σύν, ναίω] samenwonen met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνναίω: (только praes.)
1) жить вместе (τινί Aesch., Soph.);
2) быть спутником (τινὶ ἐπὶ νηΐ Soph.).
Middle Liddell
to dwell with others, c. dat., Aesch., Soph.