σύνδοσις

From LSJ
Revision as of 08:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδοσις Medium diacritics: σύνδοσις Low diacritics: σύνδοσις Capitals: ΣΥΝΔΟΣΙΣ
Transliteration A: sýndosis Transliteration B: syndosis Transliteration C: syndosis Beta Code: su/ndosis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A effusion, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Hp.Aph.4.62.    2 transference of disease, ἐς πνεύμονα Aret.SA1.7, cf. CD2.2.    3 remission, Id.CA2.11.    4 influx of population, ἡ ἔξωθεν σ. Lyd.Mens.4.73.

German (Pape)

[Seite 1009] ἡ, = σύνοδος, ὑγρῶν Hippocrat., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδοσις: ἡ, = συνδοσία, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. ἔκχυσις, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α συνδίδωμι
μσν.
συνεισφορά, συνδοσία
αρχ.
1. διάχυσησύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)
3. χαλάρωση
4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνδοσις -εως, ἡ [συνδίδωμι] afscheiding (van lichaamssappen). Hp.