σύνδοσις
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
εως, ἡ, A effusion, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Hp.Aph.4.62. 2 transference of disease, ἐς πνεύμονα Aret.SA1.7, cf. CD2.2. 3 remission, Id.CA2.11. 4 influx of population, ἡ ἔξωθεν σ. Lyd.Mens.4.73.
German (Pape)
[Seite 1009] ἡ, = σύνοδος, ὑγρῶν Hippocrat., zw.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδοσις: ἡ, = συνδοσία, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. ἔκχυσις, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.
Greek Monolingual
-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α συνδίδωμι
μσν.
συνεισφορά, συνδοσία
αρχ.
1. διάχυση («σύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)
3. χαλάρωση
4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνδοσις -εως, ἡ [συνδίδωμι] afscheiding (van lichaamssappen). Hp.