σύνωσις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εως, ἡ, (συνωθέω) A forcing together, compression, Pl.Ti.62b, Epicur.Ep.2p.49U., al., Paul.Aeg.6.73; διώσεις ἢ σ. Arist.Ph.243b9.
German (Pape)
[Seite 1039] ἡ, = συνώθησις, Plat. Tim. 62 b.
Greek (Liddell-Scott)
σύνωσις: ἡ, (συνωθέω) τὸ συνωθεῖν, συνώθησις, στρύμωγμα, Πλάτ. Τίμ. 62Β· διώσεις ἢ σ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4, πρβλ. ἄπωσις, ἄντωσις, δίωσις.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α συνωθῶ
η ενέργεια του συνωθώ, στρύμωγμα.
Russian (Dvoretsky)
σύνωσις: εως ἡ стеснение, сжатие Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνωσις -εως, ἡ [συνωθέω] het samendrukken, compressie.