ταυροφόρος

From LSJ
Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροφόρος Medium diacritics: ταυροφόρος Low diacritics: ταυροφόρος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: taurophóros Transliteration B: taurophoros Transliteration C: tavroforos Beta Code: taurofo/ros

English (LSJ)

ον,    A stamped with the device of a bull, τετρᾶχμα Inscr.Délos 1429B ii 41 (ii B.C.).    2 having a bull as a figurehead, ναῦς St.Byz. s.v. Ταυρόεις.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροφόρος: -ον, ἐπὶ πλοίου ἔχοντος κατὰ τὴν πρῷραν ὡς σύμβολον ὁμοίωμα κεφαλῆς ταύρου, Πολυδ. Α΄, 83, Στέφ. Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για νομίσματα) αυτός πάνω στον οποίο έχει χαραχθεί η μορφή ταύρου
2. (για πλοίο) αυτός που έχει στην πλώρη κεφάλι ταύρου ως διακοσμητικό σχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φόρος].