τονίζω

From LSJ
Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονίζω Medium diacritics: τονίζω Low diacritics: τονίζω Capitals: ΤΟΝΙΖΩ
Transliteration A: tonízō Transliteration B: tonizō Transliteration C: tonizo Beta Code: toni/zw

English (LSJ)

   A furnish with an accent, Troil.Proll.Hermog.ap.Rh.6.45 W., Cod.Vat. 1751 in AB1169 (note), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1127] betonen, mit einem Tonzeichen, Accent versehen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τονίζω: ὡς καὶ νῦν, ἐπιτίθημι τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τόνος
βάζω τόνο σε μια συλλαβή
νεοελλ.
1. μουσ. μελοποιώ
2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια»)
β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («του τόνισα να είναι προσεκτικός»).

Russian (Dvoretsky)

τονίζω: грам. снабжать (тоническим) ударением.