τριχάλεπτος

From LSJ
Revision as of 09:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχάλεπτος Medium diacritics: τριχάλεπτος Low diacritics: τριχάλεπτος Capitals: ΤΡΙΧΑΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: tricháleptos Transliteration B: trichaleptos Transliteration C: trichaleptos Beta Code: trixa/leptos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A thrice-jealous, Νέμεσις (with pun on θρίξ, λεπτός) AP12.229 (Strat.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχάλεπτος: -ον, λίαν χαλεπός, λίαν ὀργίλος, τριχάλεπτος δαίμων Ἀνθ. Παλατ. 12. 229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très irascible.
Étymologie: τρίς, χαλέπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
οργίλοςτριχάλεπτος δαίμων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλεπός, με λογοπαίγνιο προς το θρίξ, τριχός + λεπτός.

Greek Monotonic

τρῐχάλεπτος: -ον (χᾰλέπτω), πολύ οργισμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχάλεπτος: (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный (δαίμων Anth.).

Middle Liddell

τρῐ-χάλεπτος, ον, [χᾰλέπτω]
very angry, Anth.