τροπιδεῖον
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
τό, A = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay the keel, Pl.Lg.803a; v. l. τροπίδια, cf. Poll.1.85, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τροπιδεῖον: τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, ὅστις τύπος ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - Κατὰ Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ τόπος ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ τρόπις.»
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. τρόπιδα, καρίνα
2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» — τοποθετώ την τρόπιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, -ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα -εῖον (πρβλ. φορ-εῖον)].
Russian (Dvoretsky)
τροπιδεῖον: τό киль: τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι Plat. закладывать кили, т. е. приступать к постройке судов (см. тж. τρόπις 1).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] kielbalk.