τριπόδης
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ου, ὁ, ἡ, A three feet long, ὄλμον τριπόδην Hes.Op.423; βαθύτερον τριπόδου X.Oec.19.3.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπόδης: -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
long, large, etc. de trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, πούς.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τρία πόδια
2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος
αρχ.
αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. τετρα-πόδης].
Greek Monotonic
τρῐπόδης: -ου, ὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος τριων ποδιών, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐπόδης: ου adj. m размером в три фута Hes. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπόδης -ου [τρίπους] van drie voet, drie voet lang.