χηνοβωτία

From LSJ
Revision as of 10:23, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνοβωτία Medium diacritics: χηνοβωτία Low diacritics: χηνοβωτία Capitals: ΧΗΝΟΒΩΤΙΑ
Transliteration A: chēnobōtía Transliteration B: chēnobōtia Transliteration C: chinovotia Beta Code: xhnobwti/a

English (LSJ)

ἡ,    A = χηνοβοσία, Pl.Plt.264c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, Plat. Polit. 264 c; vgl. auch χηνοβοσία u. Lob. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβωτία: ἡ, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία.

Greek Monolingual

και χηνοβοτία, ἡ, Α
η χηνοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοτία / -βωτία (< -βότης/-βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο-βωτία, ὀρφο-βοτία].

Russian (Dvoretsky)

χηνοβωτία: ἡ разведение гусей Plat.