ἀκρίβωσις
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ἡ, A exact observance, νόμου J.AJ17.2.4 (v.l. ἐξακρ-).
German (Pape)
[Seite 81] ἡ, Genauigkeit, Schol. Ar. Ran. 1019.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρίβωσις: ἡ, ἀκριβὴς τήρησις, νόμου, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 17. 2, 4.
Greek Monolingual
ἀκρίβωσις (-εως), η (Α)
1. η ακριβής τήρηση του νόμου
2. η εξακρίβωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακριβωτικός].