ἀντισχυρίζομαι
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
Med., A to be stiff in maintaining a contrary opinion, Th.3.44; πρός τι Plu.2.535e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισχῡρίζομαι: μέσ., διισχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, πρός τι Πλούτ. 2. 535Ε.
French (Bailly abrégé)
persister à soutenir une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἰσχυρίζομαι.
Spanish (DGE)
mantenerse firme en la opinión contraria περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e.
Greek Monolingual
ἀντισχυρίζομαι (Α)
1. ισχυρίζομαι το αντίθετο
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντισχῡρίζομαι: твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать (πρός τινα Plut.): ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω Thuc. я решительно убежден в обратном.