ἀπαιωρέομαι
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
A hang down from, hover about, Hes.Sc.234; ἀ. ἔνθεν καὶ ἔνθεν hang without support at either end, as a fractured limb supported only by the bandage at the fracture, Hp.Fract.7, cf. Art.63, J.AJ15.11.3, Antyll. ap. Orib.44.23.6, Megesap. eund.44.24.13; τῆς ὕλης ἡ κόμη μετέωρος ἀπῃώρηται Procop. Gaz.Ecphr.p.158B. 2 to be uplifted, Luc.Astr.19. II later in Act. ἀπαιωρέω, let hang down, πλοκάμους Alciphr.3.55; lift up a garment, J.AJ11.6.9.
German (Pape)
[Seite 275] herabhangen u. schweben, Hes. Sc. 234; τοῦ φιτροῦ Arist. plant. 1, 4; – Sp. auch act., ἀπῃώρησεν ἑαυτὸν ἀπὸ πατταλοῦ, hing sich auf, Aesop. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιωρέομαι: παθ. κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω ἀπό τινος μέρους, δράκοντε δοιὼ ἀπῃωρεῦντο, ἀπεκρέμαντο, Ἡσ. Ἀποσπ. 234· ἔνθεν ἀπαιωρέεται ἡ χείρ, κρέμαται ἄνευ ὑποστηρίγματος καθ’ ἑκατέραν ἄκραν, ἐπὶ χειρὸς παθούσης κάταγμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, πρβλ. π. Ἄρθρ. 829· ἀπ. τινος ἤ τινι κρέμαμαι ἀπό τινος, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 1., 1. 6, 8. ΙΙΙ. μεταγεν. ὡς ἐνεργ. ἀπαιωρέω, ἀφίνω τι νὰ κρέμαται πρὸς τὰ κάτω, πλοκάμους ἄκρας τῆς κεφαλῆς ἄχρι στέρνων αὐτῶν ἀπαιωρῶν Ἀλκίφρων 3. 55· κρυμῶ, Κλήμ., Ἀλ. 262.
Spanish (DGE)
I 1colgar, pender ἐπὶ δὲ ζώνῃσι δράκοντε δοιὼ ἀπῃωρεῦντο Hes.Sc.234, de un miembro fracturado, Hp.Fract.7, Art.63, ἔσται ... τοῦ λίνου τὸ μὲν ἔξω ἀπαιωρούμενον ἄκρον un extremo del hilo colgará al exterior Meges en Orib.44.20.6, de unos racimos, I.AI 15.395
•c. gen. de aquello de que se pende, de una fístula τοῦ δέρματος Antyll. en Orib.44.20.6, τῆς ὕλης ἡ κώμη Procop.Gaz.Ecphr.p.158b, de Faetonte πολλὸν τῆς γῆς ἀπαιωρούμενος suspendido (en su carro) muy lejos de la tierra Luc.Astr.19.
2 ondear en el viento de los cabellos, Arr.Tact.34.4.
II tard. act.
1 dejar caer las trenzas, Alciphr.3.19.4.
2 levantar, sostener τὸ βαθὺ τοῦ ἐνδύματος ... ἀπῃώρει le llevaba la cola del vestido I.AI 11.234.
Greek Monotonic
ἀπαιωρέομαι: Παθ., κρέμομαι από ψηλά προς τα κάτω, μετεωρίζομαι, περιίπταμαι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
Pass. to hang down from above, hang suspended, hover about, Hes.