ἀρμενίζω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
A sail, Gloss.
German (Pape)
[Seite 355] segeln?
Greek (Liddell-Scott)
ἀρμενίζω: μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, πλέω, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
náut. largar velas, hacerse a la mar πλοῖον Cyran.1.13.12, 3.6.3, Phys.A 121.2
•navegar (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας αὑτοῦ, καὶ ἀρμενίζει Phys.A 121.3, cf. Gloss.2.245.
Greek Monolingual
(AM ἀρμενίζω)
ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)
μσν.- νεοελλ.
1. αποπλέω, ξεκινώ
2. κάνω ώστε ν' αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά
νεοελλ.
φρ.
1. «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του
2. «που αρμενίζει ο νους σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί
3. «έχετε γεια, γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' αρμενίζω» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.