ἁλιρραγής

From LSJ
Revision as of 16:13, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιρρᾰγής Medium diacritics: ἁλιρραγής Low diacritics: αλιρραγής Capitals: ΑΛΙΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: halirragḗs Transliteration B: halirragēs Transliteration C: alirragis Beta Code: a(lirragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)    A against which the tide breaks, σκόπελος AP7.383 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où se brise la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἁλιρρᾰγής) -ές

• Prosodia: [ᾰ-]
donde rompe el mar σκόπελος AP 7.383 (Phil.).

Greek Monolingual

ἁλιρραγής, -ές και ἁλίρρηκτος, -ον (Α)
αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» — ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι- + ρηκτός < ῥήγνυμι.

Greek Monotonic

ἁλιρρᾰγής: -ές (ἅλς, ῥήγνυμι), αυτό πάνω στο οποίο ξεσπά η θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιρρᾰγής: разбивающий (т. е. о который разбиваются) морские волны (σκόπελος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ῥήγνυμι
against which the sea breaks, Anth.