ἄκλυστος
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ον, = foreg., Zeno.Stoic.1.56, Lyc.736, Plu.Mar.15, Nonn.D.39.8, al.; A λιμὴν ἄ. D.S.3.44; γῆ, free from inundation, Max. Tyr.414: fem., Αὖλιν ἀκλύσταν E.IA121.
German (Pape)
[Seite 74] fem. ἀκλύστη Eur. Iph. A. 121; nicht von Wogen bespült, beunruhigt, oft bei Nonn.; auch Plut. u. Ael. H. A. 13, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλυστος: -ον, = ἀκλυδώνιστος, Λυκόφρ. 736, Πλουτ. Μάριος, 15, Νόνν., κτλ., λιμὴν ἄκλ., Διόδ. 3. 44· θηλ. Αὖλιν ἀκλύσταν, Εὐρ. Ι. Α. 121.
French (Bailly abrégé)
ος poét. α, ον :
non battu des flots.
Étymologie: ἀ, κλύζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α E.IA 121]
1 no batido por las olas, protegido contra el oleaje Αὖλις E.l.c., λιμήν D.S.3.44, σκέπας Lyc.736, de un río στόμα Plu.Mar.15, (σηπίαι) ἄσειστοί τε καὶ ἄκλυστοι μένουσιν Ael.NA 5
•no inundable γῆ Max.Tyr.41.4.
2 carente de oleaje θάλαττα Ael.NA 13.19, Nonn.D.39.8, fig. ἐν βυθῷ γαλήνης ἀκλύστου καταφανεῖ en la clara profundidad de una calma serena Zeno Stoic.1.56.
Greek Monolingual
ἄκλυστος, -ον (Α) κλύζω
ο ακλυδώνιστος.
Greek Monotonic
ἄκλυστος: -ον (κλύζω), αυτός που δεν βρέχεται από κύματα, σε Πλούτ. κ.λπ.· ως θηλ., Αὖλιν ἀκλύσταν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκλυστος: и 3 не заливаемый волнами, укрытый от морского прибоя (Αὖλις Eur.; λιμήν Plut., Diod.).
Middle Liddell
κλύζω
unwashed by waves, Plut., etc.; as fem., Αὖλιν ἀκλύσταν Eur.