ἄσσα
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
Ion. for ἅτινα, neut. pl. of ὅστις, Il.10.208, al., Hdt.1.47, al.; Att. ἅττα Pl.Com.49, etc. II ἄσσα, Ion. for τινά, Att. ἄττα, something, some, Hom. only once, ὁπποῖ' ἄσσα what sort, Od.19.218; πόσ' ἄττα; Ar.Ra.173; δείν' ἄ. ib.925; οἷ' ἄττα βαΰζει Cratin. 6, etc.: with numerals, δύ' ἄττα ὀνόματα, τρία ἄττα γένη, Pl.Sph.255c, Ly.216d: added to a temporal Conj., πηνίκ' ἄττα . . ; Ar.Av.1514, etc. (ἄσσα (ἄττα) arises from false division of groups like ὁποῖά σσα where σσα = τι-α, neut. pl. of τις, cf. Megarian σά.)
German (Pape)
[Seite 374] att. ἄττα, = τινά, Hom. nur ὁπποῖ' ἄσσα Od. 19, 218, was wohl für welche? – ἅσσα, att, ἅττα, = ἅτινα, Hom. Iliad. 1, 554. 9, 367. 10, 208. 409. 20, 127 Od. 5, 188. 7, 197. 11, 74; Her. 1, 47.
French (Bailly abrégé)
v. ἄττα.
English (Autenrieth)
τινά.
Spanish (DGE)
uelἅσσα v. τις
Greek Monolingual
(I)
ἄσσα (ιων. τ. του τινά), αττ. ἄττα (Α)
μερικά, κάμποσα.
(II)
ἅσσα (ιων. τ. του ἅτινα, πληθ. ουδ. του ὅστις) (αττ. ἅττα)
τα οποία.
Russian (Dvoretsky)
ἄσσα: ион. = ἄττα II.
Frisk Etymological English
Att. ἄττα = τινὰ; ἅσσα, Att. ἅττα = ἅτινα n. pl.
See also: τίς
Frisk Etymology German
ἄσσα: {ássa}
Forms: att. ἄττα
Grammar: n. pl.
Meaning: = τινὰ, ἅττα = ἅτινα.
See also: S. τίς.
Page 1,169