ἅδος
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
(A), ὁ or τό, A satiety, loathing, τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόν Il.11.88. (Cf. ἅδην.)
ἅδος (B), ὁ, A decree, SIG45 (Halic.), IG12(8).263.8 (Thasos); cf. Hsch. s.v. ἅδημα. (Cf. ἅδεῖν, ἁνδάνω.)
French (Bailly abrégé)
ou ἄδος, ion. -εος, att. -ους (τό) :
satiété, dégoût.
Étymologie: cf. ἅδην.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): cret. Ϝάδος ICr.App.34.12 (Axos IV a.C.) en Bull.Epigr.1988.877
1 ley, decreto, SIG 45.19 (Halicarnaso V a.C.), ICr.App.l.c., Hsch.α 1085.
2 jón., jur. sentencia κατὰ τὸν ἅδον τῶν Τριηκοσίων IG 12(8).263.7 (V a.C.) en Thasos I p.145.
• Etimología: Cf. Ϝαδά, ἅδημα, ἁνδάνω.
τό y ὁ
• Alolema(s): leído ἄδος frec. por los gram. antiguos, cf. Eust.833.16
hartazgo ἐκορέσσατο ... τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόν Il.11.88.
• Etimología: Cf. ἅδην, ἅδον.
Greek Monotonic
ἅδος: [ᾰ], -εος, τό (πρβλ. ἅδην), κορεσμός, αηδία, «σκασμός», σε Ομήρ. Ιλ.