ἐαρινός

From LSJ
Revision as of 17:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐᾰρῐνός Medium diacritics: ἐαρινός Low diacritics: εαρινός Capitals: ΕΑΡΙΝΟΣ
Transliteration A: earinós Transliteration B: earinos Transliteration C: earinos Beta Code: e)arino/s

English (LSJ)

ή, όν, Ep. εἰαρινός (also ἠαρινός h.Cer.401, PPetr.3p.152 (iii B. C.)); in other Poets, ἠρινός:—   A of spring, εἰαρινὴ ὥρη springtime, Il.16.643, cf. Plb.3.34.6; εἰαρινὰ ἄνθεα Il.2.89; πλόος εἰαρινός Hes.Op.678; θάλπος ἐαρινόν the heat of spring, X.Cyr.8.6.22; ἄνεμος ἠρινός Sol.13.19; ἠρινὰ φύλλα Pi.P.9.46; λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν E. Supp.448; ἐ. πυλαία IG9(1).111 (Elatea); τροπαί Ph.2.163; μῆλα ἐ. apricots, PCair.Zen.33.13 (iii B.C.):—neut. as Adv., in spring-time, μέλισσα λειμῶν' ἠρινὸν διέρχεται E.Hipp.77 (s.v.l., ἐαρινή Sch.); γῆ ἠρινὸν θάλλουσα Id.Fr.316.3: ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar. Pax800 (lyr.). Adv. ἐαρινῶς Hsch. s.v. ἦρις ὡς.

German (Pape)

[Seite 698] zum Frühling gehörig; ὥρα, Frühlingszeit, Pol. 2, 54, 5; Plut. Num 19; θάλπος Xen. Cyr. 8, 6, 22; – poet. εἰαρινός, z. B. ὥρη Il. 16, 463; ἄνθεα 2, 471; πλόος Hes. O. 676 u. öfter in der Anthol. Att. gew. ἠρινός; Ar. Av. 683; ἠρινὰ κελαδεῖν, von der Schwalbe, Pax 800; χρόνος Xen. Hell. 3, 2, 10; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐαρῐνός: -ή, -όν, Ἐπ. εἰαρινός, παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς ἠρινός, Λατ. vernus, ὁ τοῦ ἔαρος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἔαρ, εἰαρινὴ ὥρη Ἰλ. Π. 643· εἰαρινὰ ἄνθεα Β. 89· πλόος εἰαρινὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 676· θάλπος ἐαρινόν, ἡ θερμότης τοῦ ἔαρος, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 22· ἄνεμος ἠρινὸς Σόλων 12. 19· ἠρινὰ φύλλα Πίνδ. Π. 9. 82· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ ἔαρ, μέλισσα λειμῶν’... ἠρινὸν διέρχεται Εὐρ. Ἱππ. 76 (ἐκτὸς ἂν ληφθῇ ὡς συμφωνοῦν πρὸς τὸ λειμῶνα, πρβλ. Ἱκ. 448)· γῆ ἠρινὸν θάλλουσα ὁ αὐτ. Δαν. 3. 3 (ἐν τοῖς ἀποσπάσμασι)· ἠρινὰ κελαδεῖν, ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 800.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du printemps, printanier.
Étymologie: ἔαρ.

Spanish (DGE)

(ἐᾰρῐνός) -ή, -όν

• Alolema(s): εἰαρ- Il.2.89, 16.643, Hes.Op.678, Simon.76.2, AP 5.70 (Rufin.); ἠαρ- h.Cer.401; ἤρ- Alc.115(a).10; ἠρ- Sol.1.19, Hp.Aër.10, E.Supp.448, X.HG 3.2.10, Thphr.CP 2.1.4, Aristid.Or.48.70. Basil.Ep.277.1

• Morfología: [plu. dat. -οῖσιν Il.2.89, h.Cer.401]
1 primaveral, de (la) primavera ὥρη Il.16.643, Hp.Steril.218, Superf.30, Thphr.HP 3.7.4, Plb.2.12.3, 3.34.6, Plu.Num.19, Hld.5.13.4, cf. D.P.Au.2.16, Ὧραι AP l.c., ἠ. χρόνος primavera X.l.c., ἰσημερία ἐαρινή el equinoccio de primavera Eudox.Fr.236b, cf. IUrb.Rom.1646 (imper.), Sch.A.R.4.961, τροπαί Ph.2.163, cf. Vett.Val.6.16, Aristid.l.c., op. θερινός Str.17.3.11
en rel. c. los vegetales ἄνθεα Il.2.89, Simon.l.c., h.Cer.401, Thphr.HP 6.8.2, D.H.Comp.22.8, Basil.l.c., Chrys.Scand.23.3, cf. IChr.M.265.9 (IV/V d.C.), IUrb.Rom.1208.3 (II/III d.C.), φύλλ' Pi.P.9.46, πέταλοι Pi.Fr.70c.19, λειμών E.Supp.448, (φυτεία) Thphr.CP 1.6.3, μῆλον ἐαρινόν albaricoque, PPetr.3.53(m).5, cf. PCair.Zen.33.13 (ambos III a.C.)
rel. el tiempo atmosférico πλόος Hes.l.c., ἄνεμος Sol.l.c., οἱ ἠρινοὶ ὄμβροι Hp.l.c., cf. Thphr.CP 2.1.4, θάλπος X.Cyr.8.6.22
neutr. plu. subst. τὰ ἐαρινά las lluvias primaverales Thphr.CP 4.4.13
de otras manifestaciones φθέγματα Ar.Au.683, μέλισσα E.Hipp.77, μόσχος εἰ. ternero nacido en primavera Orph.L.156, ἡ ἐ. πυλαία la sesión de primavera de la anfictionía délfica, op. ὀπωρινή CID 2.102.20, cf. 38.2 (ambas Delfos IV a.C.), Decr. en D.18.154, Str.9.3.7
neutr. como adv. en primavera γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3, ὅταν ἠρινὰ μὲν φωνῇ χελιδὼν ἑζομένη κελαδῇ Ar.Pax 799, cf. quizá tb. sg., Alc.l.c.
2 adv. -ῶς en primavera ἐν ταῖς αὐτοῦ (Κυρίου) ἐ. ἐξανθοῦντες Epiph.Const.Hom.M.43.432A, cf. Hsch.s.u. ἠρινῶς.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐαρινός, -ή, -όν
Α και εἰαρινός, -ή, -όν και ἠρινός, -ή, -όν) έαρ
ανοιξιάτικος
αρχ.
(το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν
την εποχή της ανοίξεως.

Greek Monotonic

ἐαρῐνός: -ή, -όν, Επικ. εἰαρινός· σε άλλους ποιητές, ἠρινός· Λατ. vernus, ανοιξιάτικος, εἰαρινὴ ὥρη, η εποχή της άνοιξης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ουδ. ἠρινόν, -νά, ως επίρρ., την περίοδο της άνοιξης, σε Ευρ.· ἠρινὰ κελαδεῖν, λέγεται για το χελιδόνι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐᾰρῐνός: стяж. ἠρινός, эп. εἰαρινός 3 весенний, вешний (ἄνθεα Hom.; πλόος Hes.; θάλπος Xen.; ἄνεμοι, ἰσημερία Arst.; ὥρα Polyb., Plut.).

Middle Liddell


Lat. vernus, of spring, εἰαρινὴ ὥρη spring- time, Il., etc.:—neut. ἠρινόν, -νά, as adv., in spring-time, Eur.; ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar.

English (Woodhouse)

of spring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)