ἐκδεσμεύω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A make binding, secure, τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.
German (Pape)
[Seite 756] anbinden; übertr., τὴν πίστιν εἰς ἀλλήλους Pol. 3, 33, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδεσμεύω: συνδέω, ἐκδεσμεύων τὴν ἑκατέραν πίστιν εἰς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 33, 8.
Spanish (DGE)
atar, uncir en v. pas. (ἴυγξ) ἐκδεσμεύεται ἐκ τοῦ τροχοῦ Sch.Pi.P.4.381a
•fig. afianzar, asegurar τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.
Greek Monolingual
ἐκδεσμεύω (Α)
1. συνδέω, προσδένω
2. εξασφαλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδεσμεύω: связывать: ἐ. την πίστιν εἰς ἀλλήλους Polyb. поклясться во взаимной верности.