ἐκσπερματίζω

From LSJ
Revision as of 17:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσπερμᾰτίζω Medium diacritics: ἐκσπερματίζω Low diacritics: εκσπερματίζω Capitals: ΕΚΣΠΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: ekspermatízō Transliteration B: ekspermatizō Transliteration C: ekspermatizo Beta Code: e)kspermati/zw

English (LSJ)

   A semen emitto, ἐ. σπέρμα, of a woman, conceive, LXX Nu.5.28.

German (Pape)

[Seite 779] = simplex, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσπερματίζω: ἐκβάλλω, χύνω τὸ σπέρμα μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα, ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. σπερματίζω.

Spanish (DGE)

hacer productiva la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνή ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá LXX Nu.5.28.

Greek Monolingual

(AM ἐκσπερματίζω)
εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω
νεοελλ.
(μέσ., -ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση
αρχ.
(για γυναίκα) συλλαμβάνω.