ἐμπάλαγμα
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[πᾰ], ατος, τό,= ἐμπλοκή, A embrace, A.Supp.296 (pl., cf. Sch.ad loc., Hsch., παλλαγμάτων codd.).
German (Pape)
[Seite 810] τό, = ἐμπλοκή, Hesych. ex conj.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπάλαγμα: τό, = ἐμπλοκή, ἐναγκαλισμός, Ἡσύχ., ὁπόθεν (καθὼς καὶ ἐκ τοῦ Σχολ.) ὁ Ἕρμανος ἀποκατέστησε τὴν γραφὴν τἀμπαλάγματα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 296.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
embarrassement.
Étymologie: ἐμπαλάσσω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
abrazo A.Supp.296 (cj.), cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἐμπἀλαγμα, το (Α)
1. εμπλοκή
2. αγκάλιασμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπάλαγμα: ατος τό объятие, pl. любовная связь Aesch.