ἐπάνωθεν
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
or ἐπάντλ-ωθε, Adv. A above, on top, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι E.Alc.463: c. gen., Pl.Ti.45a, Luc.Epigr.39. 2 up country, inland, Th.2.99. II of Time, of old, χαῶν τῶν ἐ. prob. in Theoc.7.5; τῶν ἐπάνωθε μουσοποιῶν Id.Ep.22.3; ἐν τοῖς ἐ. in former times, CPR188.19 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 903] von oben her, drüber, Eur. Alc. 463; ἡμῶν Tim. Locr. 45 a; Thuc. 2, 99; χαῶν τῶν ἐπ. Theocr. 7, 5, die Edeln der Vorzeit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάνωθεν: Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· μετὰ γεν., ἐπάνωθεν ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον μέρος ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ τύπος ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ χῶμα ἐπάνω σου.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de dessus, d’en haut;
2 d’autrefois.
Étymologie: ἐπάνω, -θεν.
Greek Monotonic
ἐπάνωθεν: πριν από φωνήεν -θε· επίρρ.,
1. από το πάνω μέρος, πάνω από, σε Ευρ., Θουκ.
2. οἱ ἐπ. οι προγενέστεροι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
1. from above, above, Eur., Thuc.
2. οἱ ἐπ. men of former time, Theocr.