ἐπεισπράττω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A exact besides, D.C.74.8.
German (Pape)
[Seite 912] noch dazu eintreiben, D. Cass. 74, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπράττω: εἰσπράττω προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, τετραπλάσια ἐπεσέπραξε Δίων Κ. 74. 8.
Greek Monolingual
ἐπεισπράττω (Α)
εισπράττω επί πλέον.