ἐπιγναμπτός

From LSJ
Revision as of 19:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγναμπτός Medium diacritics: ἐπιγναμπτός Low diacritics: επιγναμπτός Capitals: ΕΠΙΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: epignamptós Transliteration B: epignamptos Transliteration C: epignamptos Beta Code: e)pignampto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A curved, twisted, ἕλικες h.Ven.87.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
recourbé.
Étymologie: ἐπιγνάμπτω.

Greek Monolingual

ἐπιγναμπτός, -ή, -όν (Α) επιγνάμπτω
λυγισμένος, στριφογυρισμένος.

Greek Monotonic

ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κυρτός, στριφτός, στριφογυριστός, σε Ύμν. Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγναμπτός: изогнутый, витой (ἕλιξ HH).

Middle Liddell

ἐπιγναμπτός, ή, όν
curved, twisted, Hhymn. [from ἐπιγνάμπτω