ἐπιστημοσύνη

From LSJ
Revision as of 19:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστημοσύνη Medium diacritics: ἐπιστημοσύνη Low diacritics: επιστημοσύνη Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: epistēmosýnē Transliteration B: epistēmosynē Transliteration C: epistimosyni Beta Code: e)pisthmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,    A skill, περὶ ., title of work by Xenocr. (D.L.4.13).

German (Pape)

[Seite 984] ἡ, = ἐπιστήμη, Poll. 4, 7; nach D. L. 4, 13 schrieb Xenocrates περὶ ἐπιστημοσύνης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστημοσύνη: ἡ, = ἐπιστήμη, Ξενοκρ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 13.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιστημοσύνη) επιστήμων
νεοελλ.
η γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς
αρχ.
επιστήμη, γνώση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστημοσύνη: ἡ Diog. L. = ἐπιστήμη.