ἔμμορφος

From LSJ
Revision as of 22:36, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμμορφος Medium diacritics: ἔμμορφος Low diacritics: έμμορφος Capitals: ΕΜΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: émmorphos Transliteration B: emmorphos Transliteration C: emmorfos Beta Code: e)/mmorfos

English (LSJ)

ον,    A endued with form, ἀρχαί Thphr.Metaph.14; ἄγαλμα Plu.Num.8, cf. 2.362d; ὕλην ἔ. ἀποτελεῖσθαι Plot.5.9.4.

German (Pape)

[Seite 809] mit Gestalt begabt, körperlich, ἄγαλμα, Plut. Num. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμορφος: -ον, ἐν σωματικῇ μορφῇ, Πλουτ. Νουμ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
revêtu d’une forme, corporel.
Étymologie: ἐν, μορφή.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: ἐνμ- Ps.Archyt.Pyth.Hell.20.9
dotado de forma, informado, corpóreo ἀρχαί, op. ὑλικός Thphr.Metaph.7a.6, ἁ ἐστὼ ... κιναθεῖσα δὲ ποτὶ τὰν μορφὼ ἔ. γίνεται Ps.Archyt.l.c., ὕλη Plot.5.9.4, cf. Epiph.Const.Haer.74.4.4, ἄγαλμα Plu.Num.8, ἔμμορφον εἰκόνα χρὴ νομίζειν τῆς Ὀσίριδος ψυχῆς τὸν Ἆπιν Plu.2.362d, τρία ἔνμορφα de la Trinidad, Ps.Caes.3.54.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔμμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή, σχήμα.

Greek Monotonic

ἔμμορφος: -ον (ἐν, μορφή), υλική, σωματική μορφή, σχηματισμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμορφος: облеченный в образ: ἄγαλμα ἔμμορφον Plut. вещественное изображение.

Middle Liddell

ἔμ-μορφος, ον [ἐν, μορφή
in bodily form, Plut.