ἔνδεσμα
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ατος, τό, A amulet, Dsc.2.114.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδεσμα: τό περίαμμα, περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ τέλος· - πρβλ. ἔνδεμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
atado, atadijo ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.